Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Ελένη Πριοβόλου : «Οπως ήθελα να ζήσω» . Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί

ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ 

ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ*

Φαυλοκρατία, τραπεζίτες και ένας ροδώνας στον Κεραµεικό



Η Ελένη Πριοβόλου µε το Βραβείο  Αναγνωστών 2010 (διά χειρός Διαµαντή Αϊδίνη)  Για το φετινό Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου ψήφισαν, µε SMS, 6.300 άτοµα. Και επέλεξαν, µε µεγάλη διαφορά από το δεύτερο, το µυθιστόρηµα της Ελένης Πριοβόλου «Οπως ήθελα να ζήσω» (Εκδ. Καστανιώτη). «Οι συγγραφείς είµαστε και ερευνητές», λέει η βραβευθείσα. «Στο βιβλίο µου, που έχει κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο, έψαξα να βρω το δικό µου “τις πταίει” για το γεγονός ότι η χώρα αυτή, που προσπάθησε να ξεφύγει από τις οθωµανικές δοµές, τελικά δεν κατάφερε και το ζητούµενο, να γίνει δηλαδή ένα σύγχρονο αστικό κράτος».

Το µυθιστόρηµα διαδραµατίζεται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Σε ένα κλίµα φαυλοκρατίας, µε τους τραπεζίτες να καθορίζουν το πολιτικό και οικονοµικό σκηνικό, ένας έµπορος και ταξιδευτής, ο Ρωµαίος Αγγουλές, αποφασίζει να φτιάξει έναν ροδώνα στον Κεραµεικό, τη γνωστή «Ρόδων Πολιτεία», µε σκοπό να δηµιουργήσει νέα είδη.

«Ενα από τα µεγάλα επιτεύγµατα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου είναι ότι κατάφερε να επιβάλει ένα βραβείο και οι αναγνώστες να το υιοθετήσουν», λέει από τη µεριά του ο εκδότης Θανάσης Καστανιώτης. «Οι επιλογές των αναγνωστών γίνονται προς όλο πιο καλά και διαβαστερά βιβλία, µεστές ιστορίες, βιβλία ιστορηµένα και καλογραµµένα, όπως ήταν άλλωστε και το περσινό βιβλίο που βραβεύτηκε, του Γιάννη Καλπούζου». Ο συγγραφέας του «Ιµαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού», που πήρε το Βραβείο Αναγνωστών 2009, επίσης παρών στη φετινή ανακοίνωση της βράβευσης, είπε ότι «στο βιβλίο της Πριοβόλου η γλώσσα γίνεται τέχνη» και ότι «η εποχή την οποία περιγράφει έχει πολλά κοινά στοιχεία µε τη σηµερινή εποχή».

Η Ελένη Πριοβόλου, γνωστή για τη διαδροµή της στον χώρο του παιδικού βιβλίου, πέρασε και στο µυθιστόρηµα για ενηλίκους – το βραβευθέν είναι το τρίτο της. 
Μανώλης Πιμπλής
___________________________
Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 9.12.2010

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΕΙΟΥ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ

και το λίγο του κόσμου*


Του
Θωμά Τσαλαπάτη

εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, 
λέγε, τι βλέπεις;

Σε πρόσφατες δηλώσεις της σε μεσημεριανή τηλεοπτική εκπομπή, η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά, δήλωσε πως είναι μια από τις φανατικότερες θαυμάστριες του Ηλία Ψινάκη και ότι θα τον ψηφίσει οπωσδήποτε. Το ίδιο και ο Μάνος Ελευθερίου. Η δήλωση αυτή έκανε εντύπωση αλλά δεν σχολιάστηκε ικανοποιητικά, ξεπεράστηκε ως ένα από τα λίγα ενδιαφέροντα που προκύπτουν μέσα στο προεκλογικό κλίμα, ένα γεγονός εντυπωσιακό στην παραδοξότητά του, αλλά μικρής σημασίας. Είναι αλήθεια ένα γεγονός δευτερεύον, σε σχέση με τα υπόλοιπα φαινόμενα που προέκυψαν από τις εκλογές; Και αν όχι τι πραγματικά δηλώνει;
Συχνά κρίναμε τους ποιητές και τους καλλιτέχνες, θετικά ή αρνητικά, από την προσωπική τους στάση και όχι από το έργο τους, με βάση τις επιλογές της καθημερινής και πολιτικής τους ζωής. Κάποιοι τον Ρίτσο για την κομματική του πειθαρχία απέναντι στο ΚΚΕ, κάποιοι τον Σεφέρη για το ρόλο του στο Κυπριακό ή τη δήλωσή του επί χούντας. Κάποιοι τον Χατζιδάκι για τις σχέσεις του με τον Καραμανλή, τον Θεοδωράκη για τις μεταπολιτευτικές του πολιτικές επιλογές. Μεγεθύναμε ποιοτικά όποιον συνόρευε ή ταυτιζόταν με τις δικές μας απόψεις και αγνοήσαμε όσους μας αγνόησαν ή διαφώνησαν. Από αδυναμία ή από βιασύνη αποδεχτήκαμε ή απορρίψαμε με όρους μιας στρεβλής αισθητικής, μπλέξαμε πράξεις με στίχους, ζωές με ποιήματα και αποκριθήκαμε συνολικά, φορές απόλυτα καταφατικά, φορές απόλυτα αρνητικά, ορίσαμε καλλιτέχνες συμμάχους και εχθρούς.
Η συγκεκριμένη όμως περίπτωση δεν συγκαταλέγεται στα παραπάνω λάθη. Η επιλογή της Κικής Δημουλά δεν είναι όμοια με τις προηγούμενες περιπτώσεις. Και αυτό γιατί δεν αποτελεί μια απλή πολιτική κρίση (δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση ο κάθε καλλιτέχνης να συμφωνεί πολιτικά μαζί μας). Η συγκεκριμένη κρίση έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι πρωτίστως αισθητική. Ή πιο συγκεκριμένα μας υποδηλώνει τους όρους και τους τρόπους με τους οποίους στις μέρες μας η κυρίαρχη αισθητική συνομιλεί με την κυρίαρχη πολιτική.
Η σημερινή κοινωνία αντιλαμβάνεται την αναγνωρισιμότητα σαν το συντομότερο δρόμο προς το οτιδήποτε. Το βάρος του λόγου του τηλεοπτικά οικείου προσώπου, χρίζει αυτόματα το πρόσωπο αυτό ειδικό για το κάθε τι. Την ιστορία, την ποίηση, την πολιτική. Ο λόγος του μελετητή, του επιστήμονα, ο λόγος του πραγματικά ειδικού, μοιάζει αχρείαστη πολυτέλεια, μια αριστοκρατική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Ο Λόγος εκλείπει μπροστά στην εικόνα, το περιεχόμενο μπροστά στην οικεία συσκευασία. Μέσα στη σύγχυση των αξιών και των αξιολογήσεων, όλα γίνονται σχετικά.
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση το φαινόμενο αυτό μεταφράζεται πολιτικά. Σειρές διάσημων (και πρόσφατα απλά συγγενείς διάσημων) γεμίζουν τα ψηφοδέλτια και εκλέγονται με σχετική άνεση. Στις πρόσφατες εκλογές ο κ. Ψινάκης αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Πρώτος σε σταυρούς δημοτικός σύμβουλος στον δήμο της Αθήνας, θα γινόταν αντιδήμαρχος υπεύθυνος για τον πολιτισμό. Ο κύριος Ψινάκης δεν είναι μία μια γραφική πτυχή του σύγχρονου πολιτισμού, ακίνδυνη μέσα στην τηλεοπτική της περσόνα. Είναι το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα μιας ιδεολογίας και μιας αισθητικής κυρίαρχης, ένας άνθρωπος που την βοήθησε να δημιουργηθεί και την εξέφρασε στην πιο εξωστρεφή μορφή της. Από τους δίσκους του Ρουβά, μέχρι τα διάφορα ριάλιτι, από τις προκλητικές ατάκες μέχρι τον πιο υποκριτικό πουριτανισμό. Ένα επιβεβλημένα οικείο και φανταχτερό Τίποτα που περιφρονεί το οποιοδήποτε Κάτι και επιβάλλει το κενό στις πιο φανταχτερές του διαστάσεις.
Και η ποίηση; Τη σχέση μπορεί να έχει η ποίηση με όλο αυτό τον θόρυβο; Πώς μπορεί να μιλήσει η ποίηση σήμερα; Τι της επιτρέπεται σε έναν κόσμο ταγμένο στην εξωστρέφεια; Αυτό που παραχωρείται στην τέχνη γενικά και στην ποίηση ειδικότερα, την απομακρύνει από την αρχική της ουσία, την κάνει να μιλά ως συμπλήρωμα μιας απότομης, πεζής καθημερινότητας. Την τοποθετεί σε τοπ τεν, αριθμούς πωλήσεων, διαφημίσεις, άχαρους πολιτικούς λόγους, την μελοποιεί πρόχειρα και την τραγουδά φάλτσα. Την μιλά με τρόπο κοσμικό, πρόχειρο και πομπώδη.
Κάπου ανάμεσα στα στείρα αναγνωστικά των σχολείων και τα διάφορα συμπόσια, η ποίηση χάνεται. Και ο ποιητής στον αιώνα μας μένει εξόριστος, μακριά ακόμα και από την ίδια την ποίηση. Η Κική Δημουλά επέλεξε να μην μπορεί να αποτελέσει καν ψίθυρο απέναντι σε αυτή την κυρίαρχη σιωπή. Με τον τρόπο της αποδέχεται και επιχαίρει τις επιλογές της καθημερινής έλλειψης. Έτσι όπως επιβλήθηκε, έτσι όπως καταγράφηκε στους πομπούς και στους δέκτες. Ο θεσμικός ρόλος της ακαδημαϊκού περιγράφει μια ακόμα διάσταση του φαινομένου. Σε μια εποχή που κάθε θεσμός της κοινωνίας μας αμφισβητείται στην ουσία του, η συγκεκριμένη δήλωση έρχεται να μιλήσει ως η αισθητική έκφραση της κρίσης των θεσμών. Φλύαρη στη συντομία της και απόλυτα κατανοητή στην περίπλοκη έκπληξη που δημιουργεί.
Όταν η ποίηση θα αποδεχτεί τον φθαρμένο και ελλιπή κυρίαρχο λόγο, ως πραγματική αισθητική πρόταση, ως καταγεγραμμένη πραγματικότητα μες τη φθορά κάθε νοήματος, θα ακυρώσει την όποια αναγκαιότητά της, τον όποιο λόγο που μέχρι σήμερα τη διαχώριζε από το κοινότοπο.
Είναι παράλογο μια εποχή να επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς στους ποιητές της, πόσο μάλλον μια εποχή σαν τη σημερινή. Είναι όμως απόλυτα θεμιτό και κυρίως σε εποχές σαν τη σημερινή, να απαιτούμε από τους ποιητές την ελάχιστη εντιμότητα απέναντι στο έργο τους, απέναντι στην ίδια την ποιητική διάσταση των πραγμάτων.
http://tsalapatis.blogspot.com/

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ:
______________________